- στέψη
- η / στέψις, -εως, ΝΜΑ [στέφω]η ενέργεια τού στέφω, στεφάνωσηνεοελλ.1. η επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο, κατά την οποία αυτός φορεί για πρώτη φορά το στέμμα2. η τελετή τού γάμου, το στεφάνωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέψη — η 1. περιβολή με στεφάνι: Έγινε με μεγάληεπισημότητα η στέψη των νεόνυμφων. 2. ενθρονισμός: Η στέψη του νέου αυτοκράτορα έγινε στο ναό της Αγίας Σοφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέψῃ — στέφω put round aor subj mid 2nd sg στέφω put round aor subj act 3rd sg στέφω put round fut ind mid 2nd sg στέψηι , στέψις wreathing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… … Dictionary of Greek
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
στεπτήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη 2. αυτός που αρμόζει σε στέψη 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση τής επανόδου τού Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε… … Dictionary of Greek
στεφάνωση — η / στεφάνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η ενέργεια τού στεφανώνω, στεφάνωμα, στέψη νεοελλ. 1. ο γάμος, η γαμήλια στέψη 2. μτφ. βράβευση … Dictionary of Greek